- σταχτερός
- η , ό1) золистый; 2) пепельный, серый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταχτερός — ή, ό Ν [στάχτη] 1. γεμάτος στάχτη 2. αυτός που έχει το χρώμα τής στάχτης … Dictionary of Greek
σταχτερός — ή, ό 1. γεμάτος στάχτη. 2. αυτός που έχει το χρώμα της στάχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθητερός — ή, ό 1. σκοτεινόχρωμος, σταχτής, σταχτερός (ουδ.) το αθητερό σταχτοπάνι, μπουγαδόπανο 2. αυτός που αγαπά να βρίσκεται κοντά στο τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. άθητος* («αυτός που γίνεται στάχτη, που εξαφανίζεται, που γίνεται άφαντος»), διαλεκτικώς… … Dictionary of Greek
στακτερός — ή, ό, Ν βλ. σταχτερός … Dictionary of Greek